- μνᾶ, μνᾶς
- + ἡ N 1 0-1-1-4-6=12 1 Kgs 10,17; Ez 45,12; Ezr 2,69(bis); Neh 7,71(70)Semit. loanword (Hebr. מנה); mina (100 drachmae, weight or money)Cf. CAIRD 1976 78; WALTERS 1973 163.193-194; →CHANTRAINE; FRISK
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μνᾶς — μνᾶ mina fem acc pl μνᾶ mina fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… … Dictionary of Greek
мнас — мина, древняя монета , библ., др. русск., ст. слав. мънасъ. Из греч. μνᾶ, μνᾶς мина (Лука 19, 13; 16; 18; 20; 24 и сл.) семит. происхождения; см. Мi. ЕW 207; Фасмер, Гр. сл. эт. 127; Гофман, Gr. Wb. 203 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία … Dictionary of Greek